- σελινοειδής
- σελῑνοειδής, ές,A like celery, Thphr.HP3.12.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελινοειδής — like celery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινοειδής — ές, Α όμοιος με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + ειδής*] … Dictionary of Greek
σελινοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με σέλινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελινοειδές — σελινοειδής like celery masc/fem voc sg σελινοειδής like celery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)